δύσκαμπτος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δύσκαμπτος — η, ο 1. αυτός που δύσκολα κάμπτεται, αλύγιστος: Ορισμένα υλικά είναι δύσκαμπτα. 2. μτφ., αυτός που δύσκολα προσαρμόζεται, που δεν είναι εύστροφος: Δύσκαμπτη οικονομία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δυσκάμπτως — δύσκαμπτος adverbial δύσκαμπτος masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δύσκαμπτον — δύσκαμπτος masc/fem acc sg δύσκαμπτος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσκάμπτων — δύσκαμπτος masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δύσκαμπτα — δύσκαμπτος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δύσκαμπτοι — δύσκαμπτος masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άκλιτος — η, ο (Α ἄκλιτος, ον) (στη γραμματική) αυτός που δεν κλίνεται μσν. ο πείσμων, ο δύσκαμπτος, άκαμπτος, ανένδοτος (Ιω. Κλίμ.) αρχ. 1. αυτός που δεν παρουσιάζει κλίση 2. ο σταθερός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + κλίνω. ΠΑΡ. ακλισία] … Dictionary of Greek
αλύγιστος — η, ο 1. αυτός που δεν λύγισε, ευθυτενής, ίσιος 2. αυτός που δεν μπορεί να λυγίσει, άκαμπτος, δύσκαμπτος 3. (για πρόσωπα) άτεγκτος, σκληρόκαρδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + λυγιστός < λυγίζω. ΠΑΡ. νεοελλ. αλυγισιά] … Dictionary of Greek
αστακός — I Αρχαία πόλη της Μικράς Ασίας, αποικία των Μεγαρέων. Βρισκόταν κοντά στον Βόσπορο, σε παράλια τοποθεσία. Eίχε ονομαστεί έτσι από κάποιον Σπαρτιάτη Αστακό, κατά τον Μέμνονα, ή σύμφωνα με μια μυθολογική εκδοχή, από τον ομώνυμο γιο του Ποσειδώνα… … Dictionary of Greek